Viento Volando

Το Ταξίδι

Βγαίνω άπο το σπίτι. Κατεβαίνω τη σκάλα και εισέρχομαι στον άγριο ήχο της φύσης. Στην έξοδο μου ένα χαστούκισμα φτερών χτυπάει το πρόσωπο μου. Κοιτάω προς τα πάνω. Ένας γλάρος μου νεύει να τον ακολουθήσω. Τον ρωτάω: Πώς; Συνεχίζει να με κοιτά. Και τότε ανοίγω τα φτερά τα δικά μου και εισχωρώ στο σώμα της καρδιάς του. Φτερά ορμής αγκαλιάζουν τις αισθήσεις μου. Παλμοί αναβραζόμενου αίματος αγγίζουν το φλάουτο των φλεβών μου. Είμαι σε προσοχή και τα χέρια μου μεταμορφώνονται σε φτερά. Το πρόσωπο μου, σε κεφάλι κύκνου. Το σώμα μου ακολουθεί τους κανόνες της αλλαγής. Ελεύθερη πια, πετάω στο όλο του ουρανού.

Ξαφνικά…το πέταλο ενός χρυσάνθεμου εμποδίζει την όραση μου. Και είμαι τώρα ένα χρυσάνθεμο και με βλέπω να πέφτω στο κενό πηγαίνοντας πότε από τη μια μεριά πότε από την άλλη, κινούμενη από τον ίδιο αέρα που πριν από ένα λεπτό μου έδινε ώθηση για να πετάξω. Την ίδια στιγμή γεύομαι τις μυρουδιές που άφησε το πέρασμα των πουλιών, τη μυρουδιά των λουλουδιών που ανεβαίνει σαν ανεμοστρόβιλος μέχρι τον ουρανό.

Στη στιγμή κάποια δενδροειδή χέρια με αγκαλιάζουν. Κοιτάζω στα μάτια μου και βλέπω ένα δέντρο με μορφή νερόκρινου. Οι ρίζες του κείτονται στις εκβολές ενός ποταμού, σπιτάκια μικρά φτιαγμένα από ξωτικά. Ένας μακρινός ορίζοντας με ζυγώνει. Γεύομαι την αίσθηση. Το πέρασμα των ψαριών διακόπτει τη στιγμή. Τριγύρω μου νερό. Πάνω, κάτω…, από παντού συρρέει η δύναμη του νερού. Οι κανόνες άλλαξαν. Οι φωνές του βυθού της θάλασσας κυριαρχούν τώρα πάνω στο είναι μου. Μια ιαχή αρχαίων φωνών σπρώχνει την κίνηση μου προς την επιβίωση.

Έτσι παραμένω εν ζωή. Κατά την αναπνοή μου, ο άνεμος του άιματος των πνευμόνων μου, μου δείχνει τη δύναμη του σώματος μου μεταμορφώμενο σε ψάρι. Τα ρεύματα με παρασέρνουν στη δική τους ροή. Μετά απο την θαλασσινή περιπέτεια μου ξεφεύγω απο το χειμαρρώδη σώμα και κρύβομαι σε ένα κοχύλι.

Εκεί ένας κόσμος απο μικρά πλασματάκια τραγουδά και χορεύει. Έχουν φλάουτα φτιαγμένα από βρύα και είναι διακοσμήμενα με πέταλα χαράς. Τα χέρια τους μοιάζουν με κισσούς και όταν γεμίζουν με χαρά, τα χέρια τους μεγαλώνουν και αγκαλιάζουν τις σιωπές. Άλλα όταν νιώθουν στεναχώρια, έρχεται η λύπη σαν ένα μεγάλο στόμα, και τους ξεριζώνει τα χέρια και δεν μπορούν να χορέψουν αφού τα χέρια τους είναι αυτά που χορεύουν, κινούμενα απο τα ρεύματα του νερού.

Και τα πόδια τους είναι ρίζες μπηγμένες στο βάθος των κοχυλιών. Όταν έρχεται ένας σεισμός, βγαίνουν από τη θέση τους και διασταυρώνονται γεννώντας άλλα μικρά πλασματάκια. Και το σώμα τους, ένα φύλλο κισσού με μικρές κοκκινές ελιές που φωτίζουν τη νύχτα για να βοηθούν τη γέννηση των ονέιρων στη φαντασία τους.

Για να μπεις στο μαγικό κόσμο τους ανοίγεις την πόρτα του ουράνιου δαχτυλιδού και αφήνεσαι. Είναι σαν ένα παιχνίδι που κάτα τη δημιουργία του σου δινεται η δυνατότητα να δεις τα όρια σου ή καλύτερα τα μη όρια σου. Μπαίνεις και είσαι πια αυτό που είσαι. Εσύ και η σκέψη σου.

Έτσι η περιπέτεια αρχίζει. Ένας κόσμος, μια σιγή υπάρχει στον χώρο του μονοπατιού, του μονοπατιού της ζωής.

Γεια σου! Καλημέρα, λέω σε ένα ξωτικό που εμφανίζεται μεσα απο το βάζο του ξυπνήματος. Αυτό με κοιτά και αναρωτιέται γιατί είμαι τόσο μεγάλη. Κι εγώ χωρίς λέξεις του απαντώ: “Κοίτα με, τώρα είμαι μικρή, όπως κι εσύ. Παμε;”

-“Που;” μου λέει και τα μάτια του σαν μεγάλοι καθρέφτες μου ξυπνούν την περιέργεια.

Και πάλι, χωρίς ούτε καν μια λέξη, με ένα σάλτο διαπερνώ τον καθρέφτη του και εισχώρω στη χώρα των θαυμάτων. Είμαι όρθια κοιτάζοντας έναν ορίζοντα με μουσικές ματιές. Έρχεται μια άρπα, με πιάνει απο το χέρι και στο ρυθμό της ανθίζει ο χορός των σκιών. Σε κάθε νότα μια διαφορετική σκιά μεταδίδει την ευωδιά της στον αέρα. Και με κάθε μελωδία παρουσιάζονται ένα προς ένα τα σώματα τους.(των σκιών). Στα βήματα μου ζωγραφίζεται ένα άστρο που κλώθει τις ματιές αυτών των μικρών πλασμάτων. Τα χέρια μου τεντώνονται ως έναν μη χώρο και τα όρια λύνονται απο τις υπάρξεις τους.

Βήμα προς βήμα η ψυχή μου ενσαρκώνεται σε φως. Ένα μαγεμένο βουνό τραντάζει με σφυρίγματα το μονοπάτι κάποιων αλπάκας που με τα πόδια τους φτιαγμένα απο ουράνιο τόξο χαιδεύουν τη φωνή του βουνού. Σε κάθε στιγμή της μέρας, κάθε ένα απο τα πόδια των αλπάκας αφήνει ένα ίχνος διαφορέτικου χρώματος στο σώμα του βουνού. Και το βουνό γεμίζει με χίλια χρώματα από όλα τα συναισθήματα μέσα απο το πέρασμα της μέρας.

Απέναντι απο τον ήλιο, κάποιες πεταλούδες φλερτάρουν με το βουνό. Διαπερνούν τις ακτίνες του ηλίου και με τα φτερά τους σχηματίζουν τον κόσμο τους στη γή. Εγώ πάω απο κάτω τους και μια βροχή από μελωδίες ελίσσεται στα βλεφαρίσματα της ψυχής μου.

Εγώ είμαι και πάλι αφήνομαι για να γίνω τωρα. Μια διαφανής ουσία σπάει το σώμα μου σε πέταλα νερού. Σε κάθε πέταλο μια καμηλοπάρδαλη, ένα τιτί, ένα καρπίντσο, ένα τουκάν. Τσιμπάνε τα όνειρα των πέταλων. Και βγαίνει το μέλι της ζωής και ανοίγουν οι πόρτες για το βασίλειο των ευωδιών.

Κλείνεις τα μάτια και σαν μικρό μπαλάκι κυλάς όπου σε πάει η όσφρηση σου.

Στην αρχή κάποιες δυνάμεις σε κράτουν στον αέρα. Οι εντυπώσεις τριγύρω σου είναι ο κανόνας και με τη μαγεία τους δημιουργούν έναν ιστό αράχνης κι εσύ ανακαλύπτεις ότι είσαι πιασμένος σ’αυτόν.

Θέλοντας να κυνηγήσεις την αίσθηση των πραγμάτων, ανοίγεσαι. Τα μπράτσα, τα πόδια. Πας να σηκώσεις το κεφάλι αλλά μένει αιχμαλωτισμένο στο λαιμό σου. Βάζεις όλη την ενέργεια που έχεις και προσπαθείς ξανά. Δύναμη, ορμή, και…βγαίνει το κεφάλι. Αλλά δεν είναι το κεφάλι σου άλλα το κεφάλι ενός καϊμάν που βγαίνει στο φως του απεριορίστου. Σιγά σιγά η μαγεία του χρώματος μεταμορφώνει το υπόλοιπο του σώματος μου σε καϊμάν. Τσιμπάς τον ιστό αράχνης και τώρα τα φτερά σου αποχαιρετούν την παγίδα. Γεια χαρά φόβε!

Πετάς βλέποντας πως δημιουργείται ο κόσμος σου. Η φαντασία, ο δρόμος από όπου εμφανίζονται τα πλασματάκια των ονέιρων σου. Μια χελώνα που περπατά γρήγορα, ένα λαγουδάκι που πάει σιγά και… μια τρίχα που κάνει ένα χαρταετό να πετά. Όσο πιο πολύ αγάπη λαμβάνει τόσο πιο πόλυ αγάπη δίνει στην πτήση του χαρταετού.

Και υπάρχουν φορές που κανείς δεν του δίνει ούτε μια αγκαλιά και τότε βλέπεις τον χαρταετό να σέρνεται πιο κάτω και απο τη γη και πιο κάτω απο κάθε δική σου δημιουργία. Άλλα όταν η ενέργεια του κόσμου μεταμορώνεται σε αγκαλιά τότε η καρδιά του ξαναχτυπά. Και σ’αυτό το σημείο είναι που ο χαρταετός πετάει πιο ψηλά και από τον ουρανό, πιο ψηλά απο όλο το σύμπαν και πιο ψηλά από οποιαδήποτε φαντασία. Και η ευτυχία κυλά στη μουσική του απείρου επηρεάζοντας όλες τις ψυχές.

Η σκέψη συνέχιζει να καλπάζει!

Ξαφνικά ο αναβατικός άνεμος σε στέλνει σε ένα νησί. Εκεί κάποιοι γλάροι γραπωμένοι απο το τραγούδι τους σχηματίζουν ένα ουράνιο τόξο απο ήχους. Πεσμένο, ανάμεσα σε αυτούς τους ήχους, το σώμα σου χορεύει χωρίς εσύ να το ελέγχεις με τη λογική σου. Αφημένος στην αύρα του τόξου, πάλλεσαι και τώρα οι κινήσεις σου σε μεταφέρουν σε άλλο νησί. Άλλα προς το δρόμο ένα στοιχείο διακόπτει τον ερχομό. Και αυτό που συνέβη είναι ότι αντί να φτάσεις στο άλλο νησί, είσαι το ίδιο το νησί. Αισθάνεσαι κάποια βήματα πάνω στο σώμα σου, ένα τραγούδι να διασχίζει την επιφάνεια σου. Κοιτάς για να δεις ποιός είναι, για να γνωρίσεις αυτόν τον κάποιο που σε κάνει να αισθάνεσαι, που σε διαπλάθει με την παρουσία του. Και με μεγάλη έκπληξη βλέπεις έναν σωρό σχηματιμένο από όλες τις πραγματικότητες και μη πραγματικότητες πιθανές και μη πιθανές, έναν σωρό από όλες τις φαντασίες υπαρκτές και μη. Χορεύουν πάνω σου. Μια μελώδια σε χαιδεύει. Θέλεις να δεις από που έρχεται. Όλοι οι χρόνοι και όλα τα μέρη παίζουν την ολυμπιακή μουσική.

Το ταξίδι της μαγίας αρχίζει την πορεία του. Τώρα είσαι εσύ αυτός που ταξιδεύει. Πιστεύει και δημιουργεί!

Τιτί: πίθηκος της Νότιας Αμερικής

Καρπίντσο: τρωκτικό της Νότια ς Αμερικής

Τουκάν: πουλί της τροπικής Αμερικής

Αναβατικός άνεμος: άνεμος που ανέβαινει από τις πιο χαμηλές ζώνες στις πιο ψηλές καθώς ο ήλιος ζεσταίνει το ανάγλυφο της γης. Ο άνεμος αυτός δρα σαν παράγων μεταφοράς.