Viento Volando

[Κάπως, κάπου, κάποτε…]

Κάπως, κάπου, κάποτε, στη χώρα των σκιών και των ερωτευμένων, μια γλώσσα φύτεψε την αύρα της και το χώμα, αέρηδες ανασήκωσε. Ο ήλιος αστέρια πρόβαλλε στη γη η οποία μια μέρα τους καημούς της γύμνωσε μπρος στις ακτίνες του φωτός. Θάλαττα, θάλαττα πιες της γλύκας την ψυχή κι έλα στρώσε τον ρου των αφρών σου στο παλάτι της ελπίδας. Ένα όνειρο σε κοιτά κι ένα βουνό σου γνέφει ένα καινούριο ξημέρωμα ανάμεσα σε ανθισμένους αγρούς και φεγγαρόλουστα γεφύρια.

Το χέρι των ματιών το χάδι του ξαπλώνει στους κάμπους της ημέρας ενώ το άπλωμα της νύχτας αφήνει τη σιωπή του στο πέρασμα του ξύλου, του μονοπατιού της ζωής.

Για μια στιγμή όλα φωνάζουν. Η νύχτα στη μέρα μπαίνει. Το ηλιοβασίλεμα χτενίζει την αυγή. Η ζέστη στα ματόκλαδα του κρύου, απογυμνώνεται. Ο αγέρας ξαναγεννιέται στη σιγή. Η αναπνοή πεθαίνει στη ζωή.

Το χάδι δεν θυμάται, το βάδισμα μια γραμμή που την σβήνει το κύμα. Ένας ήταν μια φορά, ένας καιρός και η ώρα τώρα γκρέμισε το πέρασμα του και η τάφρος έγινε φιλί ανάστασης για την απουσία-παρουσία της φυγής των πάντων.

Ένας γλάρος τα μάτια έκλεισε προς την πορεία της ελπίδας. Ο γιος του χαράματος ξέχασε να ξυπνήσει και το χρώμα δεν βγήκε τον ορίζοντα να καλημερίσει.

Ασπρόμαυρα όνειρα υπνώτισαν τα φώτα. Μια μουσική, άηχη και αυτή μέσα σε χαράδρες, μέσα σε ίνες γραμμάτων χάνεται. Κι ένας κύκλος αραδιάζει τις μέρες του στους δρόμους του χειμώνα. Και σου φαίνεται ειρωνεία γιατί όλα ζωγραφίζουν το κενό.

Στο πρόσωπο των σελίδων τα ίχνη φεύγουν. Τα φτερά αποχαιρετούν κι ένα λευκό παρόν αναζητά την ολοκλήρωση του στη ιστορία της συνέχειας αυτού του παραμυθιού.

Και πάλι βήματα σιγής καλπάζουν προς το φως. Τα χέρια τ’ ουρανού βάφονται με αίμα. Η καρδιά τώρα χτυπά ακόμα πιο δυνατά. Οι γλάροι της σελήνης γραπώνονται στα βλέφαρα ενός σύννεφου που χρωματίζει τις σκέψεις των ανθρώπων. Μια αλλεπάλληλη σύρραξη ανάγκης για τροφή ντύνει την επιβίωση. Τα δάχτυλα μπλέκονται στους ήχους των σειρήνων του χρόνου. Ο τόπος ξεβράζει τις πνοές του, μέρες, ώρες, λεπτά…μέχρι την πιο μικρή ανάσα σημασίας. Μέχρι το κύτταρο να ξαναξεκινήσει την αντίστροφη μέτρηση προς τα έξω αυτή τη φορά.

Μέσα-έξω, όλα μια πορεία, μια συνέχεια. Και αυτή παραπαίει στους στίχους της βροχής.

Η σταγόνα βλέμμα ανατομίας, κρότος φυγής προς…

Ένα χέρι, μια λαβή, ένα άγγιγμα, ένα φιλί, ανθρώπινα συναισθήματα που κάποιος είχε την έμπνευση να τα εμπλουτίσει με θυμό. Χαρακιές στους τοίχους της ψυχής, ανοίγματα που βαδίζουν σε μέρη που ακόμα αναρωτιούνται. Εναλλαγές, αστραπές χωρισμού από τα παπούτσια της φύσης. Ένα σύννεφο μη βρίσκοντας γη να θεριστεί θωπεύει την ανάμνηση. Ένας άνεμος φυλακίζοντας το όριο στις αποχρώσεις του γυμνώνει τις σκέψεις των απώτερων σκοπών. Και οι Μοίρες, μια από αυτές, ονόματι Κλωθώ υφαίνει το νήμα της. Το μονοπάτι συνεχίζει την πορεία του…

Μα ακόμα και αυτή η ύφανση είναι ανύπαρκτη για την Κλωθώ χωρίς τη βοήθεια σου. Συν Αθηνά και χείρα κίνει, το αρχαίο ρητό σβήνει το φάσμα των χρωμάτων της

δικής σου σκέψης και ένα απεριόριστο κενό αποτυπώνεται στο tabula rasa. Κι εσύ αναρωτιέσαι, απορείς.

Μα τι κάνεις;

Θες να σε ξαναβρείς; Κοίτα έξω από σένα!

Μια απόχη από ήχους ανακατεύει τις σιωπές, το γέλιο του καλπασμού. Χάδι φλοίσβου, ένα ταξίδι στις στροφορμές του απείρου, η ματιά στη ματιά των παιδιών. Ανοίγεις μια πόρτα, φυσάς και γεύεσαι τις σειρήνες της ενώσεως με το παν.

Ανιχνεύεις, ψηλαφίζεις τα φωτόνια της φαντασίας σου. Πιστεύεις, δημιουργείς, πετάς.

Κοιτάς και το κοίταγμα συρρικνώνεται στις πατούσες μια αράχνης. Δένεσαι με το σάλιο της. Νιώθεις την πνοή της. Την ακούς να σου ψιθυρίζει και ξαφνικά… κάτι χορτάρια φυγής ανακατεύουν τις σκόνες της φωνής της με το χώμα.

Μα τι γίνεται; Κόκκοι ήχων ντυμένοι με τα χέρια της κραυγής σου γεννάνε την απεραντοσύνη. Φύλλα με τα χρώματα της μη σκέψης σου εκρήγνυνται. Πορεία χωρίς ανάσα αέναα καλπάζει. Ο παλμός ένωση σιγής και λύτρωσης. Φτερά λέξης ένα ένα φιλάνε τα αποκόμματα της γεύσης. Στον ουρανό, σώμα ακέραιο, ένα σώμα. Και στη γη η κατεύθυνση χωρίζει τη σμίξη και η σιγή αυτών, στο χρόνο τούτο, θόρυβος φαντάζει.

Τώρα η πορεία την επιβίωση αναζητά. Μια θάλασσα στιγμών μεταξύ δύο που ήταν ένα. Μέσα από ωκεανούς ο έρως χαράζει τα ίχνη του. Καράβια ήλιοι γεννιούνται μέσα από τα μάτια του. Μια επιθυμία, ο τελικός προορισμός. Και αυτή από 4 ερωτήματα απαρτίζεται: “Τί είναι ιερό; Από τί είναι φτιαγμένο το πνεύμα; Για τι αξίζει να ζεις; Για τι αξίζει να πεθάνεις;” που οδηγούν στο όνομα μοναδικότητας: ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ.

Το σταυροδρόμι τώρα μεταβαίνει στην ευθεία. Το αίσθημα ταξιδεύει προς την αύρα του δικού του πρωινού. Άφιξη: Η ανάμνηση του υποσυνειδήτου ντύνεται με το ύφασμα της οράσεως και μέσα από το κύμα το άγγιγμα ζωντανεύει. Το ένα, ήλιος και φεγγάρι. Χορός και ακινησία. Παλμός και αδράνεια. Πριν, τώρα, μετά, πάντα!

Write a Reply or Comment

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *